υποκαθίσταμαι

υποκαθίσταμαι
υποκαθίσταμαι, υποκαταστάθηκα βλ. πίν. 133

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποκαθίσταμαι — ὑποκαθίσταμαι ΝΑ βλ. υποκαθιστώ …   Dictionary of Greek

  • υποκαθιστώ — ὑποκαθίστημι, ΝΑ [καθίστημι / καθιστώ] (αμτβ.) καταλαμβάνω τη θέση άλλου, εγκαθιστώ τον εαυτό μου στη θέση άλλου («υποκατέστησε τον αδελφό του στη διεύθυνση τής επιχείρησης») νεοελλ. (μτβ.) 1. εγκαθιστώ κάποιον ή τοποθετώ κάτι στη θέση άλλου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”